- ντεμαράζ
- τοάκλ. η ένταση τού ρυθμού προς το τέλος τής διεξαγωγής ενός αγώνα δρόμου, χάρη στην οποία ένας αθλητής κατορθώνει να προπορευθεί από τους άλλους («με ντεμαράζ στα τελευταία μέτρα κέρδισε τελικά την κούρσα»),[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demarrage < γαλλ. demarrer «αποπλέω». Ο όρος χρησιμοποιείται και για τους δρόμους αντοχής με τη σημ. τής αιφνίδιας απομάκρυνσης ενός αθλητή από τους υπόλοιπους].
Dictionary of Greek. 2013.